- σπληνική
- σπληνικόςof the spleenfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπληνικῇ — σπληνικός of the spleen fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπλήνα — (Ανατ.). Ενδοκοιλιακό όργανο του αιμοποιητικού συστήματος, που βρίσκεται στο πλάγιο μέρος του αριστερού υποχονδρίου, αμέσως κάτω από το διάφραγμα. Έχει σχήμα ωοειδές πεπλατυσμένο, χρώμα κόκκινο σκούρο και βάρος από 100 έως 200 γρ. στον ενήλικα.… … Dictionary of Greek
σπληνικός — ή, ό / σπληνικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπλήν, ηνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπλήνα («σπληνικός τρόπος», Ιπποκρ.) νεοελλ. φρ. α) «σπληνική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής κοιλιακής αορτής που φέρεται προς την σπλήνα ακολουθώντας το άνω περίγραμμα τού… … Dictionary of Greek
κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… … Dictionary of Greek
σπληνοφλεβίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεβίτιδα στη σπληνική φλέβα που προκαλεί σπληνομεγαλία και ανάπτυξη παράπλευρης κυκλοφορίας από το κοιλιακό τοίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenophlebite (< σπλήνα + φλεβίτιδα)] … Dictionary of Greek